ανακούμπι

ανακούμπι
το см. αποκούμπι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανακούμπι" в других словарях:

  • ανακούμπι — το το αποκούμπι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. αν ακουμπώ (υποχωρητ.), κατά το σχήμα κυνηγώ κυνήγι (πρβλ. αποκούμπι απ ακουμπώ)] …   Dictionary of Greek

  • αποκούμπι — κ. ανακούμπι, το 1. το μέρος ή το σημείο όπου μπορεί κανείς ν ακουμπήσει, να στηριχθεί 2. (για πρόσωπα) καταφύγιο, προστασία 3. (για κτήμα, χρήματα κ.λπ.) ενίσχυση, εξασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκουμπώ, υποχωρητικά κατά το σχήμα κυνηγώ κυνήγι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»